-
1 καθείργνυμι
A (troch.), etc.:—shut in, confine, usu. of animals or persons,κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Od.10.238
;οὗ καθεῖρξ' ἡμᾶς E.Ba.
l.c.;τὸν πατέρα.. ἔνδον καθείρξας Ar.V.70
, cf. Cratin.72, Lys. Fr.75.4, Pl.Tht. 197e; κηρίνοις πλάσμασι κ. ib. 200c;ἐν τῷ σταυρώματι X.HG3.2.3
;ἐν οἰκίσκῳ D.18.97
.2 rarely of things,καθεῖρξαι χρυσὸν ἐν δόμοις Anan.3
;τὴν σελήνην.. ἐς λοφεῖον Ar.Nu. 751
; τὴν μακρολογίαν κ. confine it within bounds, Pl.Grg. 461d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθείργνυμι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий